συμπλήρωσε

συμπλήρωσε
наполнила

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπληρώνω — συμπλήρωσα, συμπληρώθηκα, συμπληρωμένος 1. γεμίζω, προσθέτω αυτό που λείπει από κάτι για να ολοκληρωθεί: Συμπλήρωσαν δύο λεωφορεία με εκδρομείς. – Συμπληρώθηκε το ποσό των 100.000 ευρώ. – Συμπλήρωσε τα κενό που είχε σ αυτό το μάθημα. – Συμπλήρωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ούρεσις ή Ουρώς — Όνομα ιστορικών προσώπων σερβικής καταγωγής. 1. Ο. Α’. Βασιλιάς της Σερβίας (1242 1276). Στη διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε να συνάψει γαλλοσερβική συνθήκη φιλίας με σκοπό να στραφεί εναντίον του Βυζαντίου. Δεν πρόφτασε όμως να ολοκληρώσει …   Dictionary of Greek

  • Σιμπέλιους, Γιαν — (Sibelius). Φιλανδός συνθέτης (Ταβαστέχις 1865 Γαίρβενπαιαι, Ελσίνκι 1957). Εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη μουσική μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (μουσικές βραδιές με τις αδελφές του), στα όρια του ευγενέστερου ερασιτεχνισμού, ενώ ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • ασαράντιστος — ασαράντιστος, η, ο και ασαράντιγος, η, ο 1. (για νεκρούς), αυτός που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από το θάνατό του: Ο άντρας της ασαράντιστος κι εκείνη πάει εδώ κι εκεί. 2. (για λεχώνα), αυτή που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό: Δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”